στριγκλιά

στριγκλιά
η
κραυγή διαπεραστική: Οι στριγκλιές της ακούστηκαν σ' όλο το χωριό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στριγγλιά — και στριγκλιά, η, Ν [στρίγγλα / στριγγλίζω] 1. κακία στρίγγλας 2. μοχθηρία, δυστροπία 3. οξεία και διαπεραστική φωνή 4. φιλαργυρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”